στρύμωγμα

στρύμωγμα
και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα
2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός
3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται κανείς σε αδιέξοδο
β) δύσκολη θέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρίμωγμα — το, Ν βλ. στρύμωγμα …   Dictionary of Greek

  • στρυμούρα — και στριμούρα, η, Ν 1. στρύμωγμα 2. μτφ. παραξενιά, δυστροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμ τού στρυμώχνω* + κατάλ. ούρα (πρβλ. κα ούρα, φαγούρα)] …   Dictionary of Greek

  • στρυμωξιά — και στριμωξιά, η, Ν στρύμωγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στρυμώκωλος — η, ο, Ν 1. στρυμωγμένος 2. στενός. επίρρ... στρυμώκωλα Ν 1. με στρύμωγμα 2. μτφ. με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρυμώχνω + κώλος] …   Dictionary of Greek

  • συνωστισμός — ο, Ν [συνωστίζομαι] 1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα 2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος …   Dictionary of Greek

  • συνώθηση — η / συνώθησις, ήσεως, ΝΑ [συνωθῶ] συνωστισμός, στρύμωγμα …   Dictionary of Greek

  • σύνωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνωθῶ] η ενέργεια τού συνωθώ, στρύμωγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”