στρίμωγμα — το, Ν βλ. στρύμωγμα … Dictionary of Greek
στρυμούρα — και στριμούρα, η, Ν 1. στρύμωγμα 2. μτφ. παραξενιά, δυστροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμ τού στρυμώχνω* + κατάλ. ούρα (πρβλ. κα ούρα, φαγούρα)] … Dictionary of Greek
στρυμωξιά — και στριμωξιά, η, Ν στρύμωγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
στρυμώκωλος — η, ο, Ν 1. στρυμωγμένος 2. στενός. επίρρ... στρυμώκωλα Ν 1. με στρύμωγμα 2. μτφ. με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρυμώχνω + κώλος] … Dictionary of Greek
συνωστισμός — ο, Ν [συνωστίζομαι] 1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα 2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος … Dictionary of Greek
συνώθηση — η / συνώθησις, ήσεως, ΝΑ [συνωθῶ] συνωστισμός, στρύμωγμα … Dictionary of Greek
σύνωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνωθῶ] η ενέργεια τού συνωθώ, στρύμωγμα … Dictionary of Greek